πνεύμων

πνεύμων
πνεύμων
the lungs
masc nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πνεύμων — όνος, ο, ΝΜΑ, και πνεύμονας και πλεμόνι Ν, και πλεύμων Α στον πληθ. οι πνεύμονες (ανατ. φυσιολ. ιατρ.) τυπική δομή τών σπονδυλοζώων, ζεύγος οργάνων τής θωρακικής κοιλότητας στα οποία γίνεται η ανταλλαγή τών αερίων μεταξύ τού οργανισμού (τού… …   Dictionary of Greek

  • πνευμόνων — πνεύμων the lungs masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνεύμονα — πνεύμων the lungs masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνεύμονας — πνεύμων the lungs masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνεύμονες — πνεύμων the lungs masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνεύμονι — πνεύμων the lungs masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνεύμονος — πνεύμων the lungs masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνεύμοσι — πνεύμων the lungs masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνεύμοσιν — πνεύμων the lungs masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεύμον' — πλεύμονα , πλεύμων the lungs masc acc sg πλεύμονι , πλεύμων the lungs masc dat sg πλεύμονε , πλεύμων the lungs masc nom/voc/acc dual πλεύμονα , πνεύμων the lungs masc acc sg (attic) πλεύμονι , πνεύμων the lungs masc dat sg (attic) πλεύμονε ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”